- καυσαλώνης
- καυσαλώνης, ὁ (Μ)αυτός που καίει τα αλώνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καυσ- τού καίω (πρβλ. καύσ-η, ἔ-καυσ-α) + ἁλώνι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Αλέξιος ή Άλεξις — Όνομα σημαινόντων Βυζαντινών προσωπικοτήτων. 1. Στρατηγός, γνωστός και ως Α. ο Μουσελέμ (8ος αι.). Η Ειρήνη η Αθηναία τον έστειλε εναντίον του αρμενικού σώματος που είχε στασιάσει εναντίον της, επειδή είχε απαιτήσει από τον στρατό να την… … Dictionary of Greek